- χαλκευτής
- χαλκ-ευτής, οῦ, ὁ,A = χαλκεύς, χ. ὕμνων AP7.34 (Antip. Sid.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκευτής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτής — ο, ΝΑ [χαλκεύω] χαλκεύς, χαλκουργός νεοελλ. 1. πλάστης, δημιουργός 2. μτφ. συκοφάντης, μηχανορράφος αρχ. (γενικά) τεχνίτης, κατασκευαστής … Dictionary of Greek
χαλκευτής — ο βλ. χαλκιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλκευταί — χαλκευτής masc nom/voc pl χαλκευτός wrought of metal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτάν — χαλκευτά̱ν , χαλκευτής masc acc sg (epic doric aeolic) χαλκευτής masc acc sg χαλκευτά̱ν , χαλκευτός wrought of metal fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκευτάς — χαλκευτά̱ς , χαλκευτής masc acc pl χαλκευτά̱ς , χαλκευτής masc nom sg (epic doric aeolic) χαλκευτά̱ς , χαλκευτός wrought of metal fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)